Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Ποίηση τζι. Κεφάλαιο μηδέν ακόμα



Ο χορός των ματιών, πάντοτε στατικός και ακέραιος.

Το καρδιογράφημα της προσθετικής ανάσας διαλύεται κάθε φορά που εξέρχονται οι λέξεις. Απαριθμώ τα βλέμματα. Το βλέμμα της ζωής μας είναι μονάχα ένα.

Μπερδεύεται μες τις αναθυμιάσεις μιας χαράς πεπερασμένης. Μιας ιστορίας. Υπήρχε κάποιος που έγραφε πάντα στα αστικά παράθυρα εγώ δεν είμαι ποιητής σας το εγγυώμαι, ανεπιφύλακτα.

Κι ύστερα φώναζε απ’ τα σαλόνια να μη νομίζετε για όλα τα σίγουρα ποτέ, να είστε μόνο.

Στέκαμε απόλυτα αφηρημένοι εδώ, σε όλα τα εδώ μας. Ένα κλουβί από χαρτί ολόλευκο, σαν δώρο. Και κάποιες νύχτες που είχαν κόκκινο, περπατούσαμε στη γραμμή της ιστορίας.

Όλα τα αποσιωπητικά των λέξεων σπέρνουν δειλία. Κι όμως λέξεις γριές στέκουν νωπές στα στόματά μας μέχρι να μπουν ξανά στην κατοικία την παλιά. Όταν δεν φτύνουμε.

Επηρεασμένη από την ιστορίας μας βλέπω μια νέγρα γυναίκα να γεννάει σε προθάλαμο όλες τις νύχτες. Κι όλες τις νύχτες σιωπή γεννάει. Και τις σιωπές της τις κρατά στην αγκαλιά, ούτε νανούρισμα ούτε τίποτα. Μόνο τα μάτια, στατικά και ακέραια. Και τότε, στον προθάλαμο, εισβάλλει ένας άντρας βάναυσος με ουρλιαχτά και την τρομάζει. Πρόσωπο ιστορικό. Με πολλά αποσιωπητικά.

Μα ακόμα τίποτα.

Επωδυνότητα

Την παρατηρω τη γαμημενη τοσο καιρο
πανω κατω, αυτη, η μνημη πανω κατω
αγρυπνη ελεινη κυνικη - θυμαμαι
θυμαμαι ναι, η δουλεια μου ειναι αυτη να θυμαμαι (;)
τωρα κοιμαμαι καλα κοιμαμαι πια
τωρα δε βγαινω στους δρομους οι δρομοι μπαινουν μεσα μου
με ξεσκισαν οι ιδιοι δρομοι οι δικοι σου οι δικοι μου οι δρομοι των αλλων
σταματησα να τους φτιαχνω να τους φροντιζω
να τους στρωνω να τους ποτιζω σταματησα να τους γνωριζω
να στους μεταφερω να στους περιγραφω μεσα απο αθλιες συσκευες καθοδον
αναμεσα στο αγνωστο πληθος
σταματησα να γελω με τα νεα τους ονοματα με τα παραξενα ονοματα σταματησα να βαζω τονους
σταματησα να χρησιμοποιω σημεια στιξης
σταματησα να στεκω νεα κι αμεριμνη στην εισοδο σου, θανατερη στην εξοδο μας
στεκω στη μεση ακινητη αθορυβη με λιγοτερο βαρος πιο ελαφρια πιο ξεθωριασμενη
σταματησα να με κρατω ξερεις
δε θα με κρατησω
σταματησα εκει, ξερεις, εκει που εχει άπλα, αερα, μυριζει θαλασσα και λιβανι
ενα μικρο κτιριο εξω ολοι κανεις δε μπηκε μεσα
ολοι στολισμενοι ολοι με τα καλα τους ολοι περιμενουν ολοι περιμεναν
εγω αργησα τοτε αργησα οπως και τωρα αργω
-η μνημη αυτη-
αυτη να παρασυρω θελω να την ξεγελασω να ξεριζωθει απο μεσα μου να γλυστρισει σε αλλο δρομο να μη βρει τιποτα που να θυμιζει εμενα στην επιστροφη τιποτα να μη μυρισει δικο μου τιποτα να μην αναγνωρισει να χωθει σε αλλο σωμα να μπει σε ξενο σωμα
το ξερω θα το συναντησω αυτο το προσωπο ξανα μετα απο χρονια, θα καταλαβω πως ειμαι εγω το παρελθον στο παρον της προσωπο κι οπως θα τρεχει το ματι ξερω τι θα κανω, ξερω πως θα γυρισω αργα το κεφαλι να μην προλαβει να με δει μην καταλαβει την επωδυνοτητα της μεταθεσης της μεταγγισης που συνεβει καποτε στην Αθηνα καλοκαιρι σε μια ημερομηνια στο περιπου που μου χαμογελουσε τοτε τοσο ανανδρα κι ας ηταν θηλυκο το γενος της




Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...