Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Εφημερίδα απο βαμβάκι


Νιώθει συχνά ένα πόνο στα κόκαλα, κυρίως τις νύχτες που αγαπά,
όταν απ' το μυαλό περνά μια μόνο λέξη, η ίδια λέξη πάντα
κι έχει την ικανότητα να εισχωρεί στα κόκαλα, γράμμα γράμμα,
και δεν την προλαβαίνει
και δε θυμάται αν κοιτάζει το ταβάνι ή εκείνο εκείνη, και πέφτει επάνω της.
Θυμάται να του λέει κάθε Άνοιξη, πως ένας ιός μεταδίδεται σε όσους φοβήθηκαν κάποτε
τον ίσκιο τους
σε όσους πιαστήκανε από βρώμικα χέρια για να περάσουν απέναντι,
να συναντήσουνε τον άθλιο εαυτό τους,
τον εν δυνάμει καθαρό,
τον άρτιο,
 ή τον κατα φαντασίαν εφικτό εαυτό.
Σε κάποια άλλη πόλη, νύχτα πάλι, τα ίδια χέρια λέει, περνούν απέναντι κάποιους άλλους που δεν
το θέλησαν ποτέ με την καρδιά, που δεν το σκέφτηκαν ποτέ με ηρεμία, σε ήλιο με καφέ, και χάθηκαν.
Ο ιός, κι ακόμα ψάχνει να θυμηθεί το όνομα, μεταδίδεται σε δυο ομάδες, τις πιο ευπαθής, με το πιο πλούσιο υλικό που τόσο εύκολα χειραγωγείται, μα τι είρωνεία, σχολίασε.
Και αναρωτιέται Δευτέρα ξημερώματα τί κάνουν οι ενδιάμεσοι, τι κάνουν όλοι.
Χάζευε ξανά τη χθεσινή εφημερίδα σήμερα, τις φράσεις όλες, τις προτάσεις, ο ιός μεταδίδεται και στους αδαής, ημιμαθείς, σε όσους περνούν απ' τη ζωή ξυστά, μπροστά σε τηλεοράσεις, πίσω απο σκάλες, ξυστά απ' τις λέξεις, σε όσους ψάχνουν ένα μπάτσο για ασφάλεια, μία στολή, είναι η εφημερίδα που φτιάχνω μόνη μου απο βαμβάκι, στον ύπνο πάντα, κι ύστερα την καταψύχω για να μπορώ να διατηρώ τα νέα μου ζωντανά.
Σήμερα, φτιάχνει την επόμενη, εξάλλου το βαμβάκι, μου λέει, δύσκολα τσαλακώνεται, το μόνο της παράπονο, είναι οτι οι φράσεις σαν μια σειρά απο μικρά τρενάκια βουλιάζουν μέσα του αλλά ευτυχώς πάντα σφυρίζουν ένα πόνο στα κόκαλα εξαιτίας πάντα της ίδιας λέξης.  
Μα είναι ο τίτλος της, κι ο τίτλος δεν αλλάζει.







Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

Κατακερματισμός

Απ' τον κατακερματισμό της ανθρωπινης ψυχής μου οδηγούμαι σταδιακά σε μια ολοκληρωμένη αφήγηση, πυκνή πολύ.

Η Ισμήνη άνοιξε την αγκαλιά της πρόωρα



Διπλές δόσεις στις ίδιες κούπες, αυτές της Κυριακής, που ακουμπάνε στα παράθυρα πεζοί σχιζοφρενείς και ποιητές. 
Όταν τελειώσεις το γράμμα που διαβάζεις άστο να πέσει κάτω.
Κάπου στη μέση, αναφέρει πως μήνα Απρίλιο, τα κρεβάτια των ανθρώπων γεμίζουν  με ανθρώπους σε στάσεις ενδιάμεσες και μυαλά ακραία.
-Έφτασε η Άνοιξη- της άνοιξαν πόρτα. Έδωσε συνθήκη, έδωσε το πλαίσιο, αυτόματη ζωή και πας, κι ύστερα βλέπουμε.
Το ίδιο βράδυ ήταν που κράτησαν στην αγκαλιά τους όλοι μιαν αφήγηση και γέλασαν. Η Ισμήνη άνοιξε την αγκαλιά της πρόωρα και η αφήγησή της γλίστρησε, είπε μονάχα πως το πρωί θα είναι όλα χάος, γι’ αυτό ψυχραιμία, και χάθηκε. Κανένας δε γλύτωσε.
Ήταν σπουδαίο να γνωρίζω πως σε ένα λάθος συνδυασμό που υπήρξες, υπάρχεις ακόμα.
Η κούπα πέρασε από τα χέρια του πεζού, στα χέρια του σχιζοφρενή,στα χέρια του ποιητή. Ήτανε πάντα Κυριακή. 


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Απόσταση.

Με τι μοιάζει η απόσταση, ανάμεσα σε έναν πομπό και σ'ένα δέκτη, με τι μοιάζει γενικά μια απόσταση, τι σχήμα έχει, τι χρώμα,; Υπάρχει αυτή η γαμημένη απόσταση, σε τι βοηθάει;
Διάβασα κάπου πως η απόσταση δεν υφίσταται παρά μόνο στο κεφάλι των ανθρώπων, κι αυτό επειδή δεν αντέχουν οι άνθρωποι να βρίσκονται τόσο κοντά ο ένας στον άλλο, ο ένας μέσα στον άλλον.
ΣΕ ΑΡΓΗ ΚΙΝΗΣΗ / Εκδόσεις Κέδρος (απόσπασμα, σελ.26)


Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Η κόκκινη μπάλα



Υπάρχει αυτή η μικρή κόκκινη μπάλα στο σπίτι, όπου κι αν  πηγαίνω μ’ ακολουθεί
είναι  όντως στρογγυλή και προσπαθώ να της αλλάξω σχήμα πατώντας την κλωτσώντας την
ή κρύβοντάς την όμως αυτή επιμένει να παραμένει κυκλική.
Ψάχνω την έναρξή της, την αρχή της, από ποιο χέρι φτιάχτηκε, χέρι αντρικό, γυναικείο; Ήταν ουδέτερο χέρι, χέρι  ζώου ή ανθρώπου τελικά. Σήμερα που την έβγαλα από την κρυψώνα της
είχε συρρικνωθεί λίγο, ελάχιστα, όμως συνέχιζε να μένει κυκλική και κόκκινη, ήταν πιο κόκκινη,
σήμερα που την έβγαλα απ’ την ντουλάπα ήταν πιο κόκκινη.
Σκέφτηκα να μην την ξανακρύψω, όσες φορές την έκρυψα,  έκανε θόρυβο κι εγώ τον άκουγα, τη νύχτα πάντα. Ηχογραφούσα όλο το θόρυβο και το πρωί που ξυπνούσα έφτιαχνα μουσικές απ’ τις κρυψώνες  και περπατούσα με αυτές μέχρι να πλησιάσω στα ραντεβού με τους ανθρώπους, με τους φίλους. Εκεί σταματούσαν όλα. Εκεί πάλι την έκρυβα, έκρυβα τη μουσική της. Την ξεχνούσα.
Η κόκκινη μπάλα πήγαινε ερχόταν μέσα μου κι εγώ στα μικρά διαλλείματα με τους φίλους, εκεί που ανάβαμε τσιγάρο, μέχρι να ανάψουμε τσιγάρο που δε μιλούσαμε, την τραβούσα με δύναμη από μέσα μου και την έκρυβα έξω. Οι φίλοι με ρωτούσαν αν πονάω κάπου, εγώ χαμογελούσα, μετά,  όχι, πώς σας ήρθε κάτι τέτοιο τώρα. Ανάψτε τα τσιγάρα σας και μη με κοιτάζετε συνέχεια, κοιτάξτε τα τσιγάρα σας κι αφήστε με ήσυχη ν’ανάψω το δικό μου.
Ένα βράδυ που έκανε πολύ κρύο, το αποψινό βράδυ, η κόκκινη μπάλα, στεκόταν στα πόδια μου. Την πάτησα κατά λάθος, εκείνη απομακρύνθηκε, μου φανέρωσε την άκρη της, κι όσο ξετυλιγόταν, το κόκκινο αραίωνε, γινόταν ροζ, το στρογγυλό μίκραινε, μίκραινε, και το κόκκινο έγινε λευκό, και  το στρογγυλό ευθεία. Έκανε πολύ κρύο το αποψινό βράδυ που πέρασε. Και μου το είπα, καταλάθος. Και κατάλαβα ότι δεν έχω τίποτα. Ούτε τη νύχτα, ούτε το κρύο, ούτε το κόκκινο, ούτε την μπάλα, ούτε τη μουσική της κρυψώνας. Έχω μια κραυγή από πηγή χωρίς εντόσθια. Μια άυλη κραυγή χωρίς ήχο, χωρίς τίποτα, έχω μια κίνηση μόνο. 
Κοιμήσου κοριτσάκι μου, κοιμήσου κι εγώ είμαι εδώ. Δεν τελείωσε ακόμα το παραμύθι.





ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ



Ναι πολεμώ πολύ καιρό τώρα.
Συναντάω εσένα κι εσένα κι εσένα, α! κι εσένα, τελικά δλδ συναντώ εσένα. Πάντα. Μόνο.
Τα πρόσωπα όλα, όλα τα άλλα πρόσωπα είναι τα ίδια με το δικό σου, είναι εσύ.
Και λέω στο ένα πρόσωπο, τώρα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ναι, τρώω πολύ κορμό, τρώω, πολύ φαγητό τρώω, δεν παίρνω γραμμάριο, χαμογελώ.
Σιωπή μετά στο δωμάτιο.
 Και λέω στο δύο πρόσωπο,  χθες, εκείνη τη στιγμή, χθες, θυμάμαι αυτή την πόλη, αναγκάζομαι και θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες από τη γόβα μέχρι τη βροχή, από το πόμολο του δωματίου μέχρι την σκισμένη κάλτσα σου.  Και το τσιγάρο, στο αεροδρόμιο, α! και τις βαλίτσες.
Σιωπή μετά στο δωμάτιο. Προστέθηκε κι ένα χαμόγελο. Και ο Χρήστος ο Α., δεν τον ξέρω.
Σιωπή.
Σιωπή στο δωμάτιο χωρίς χαμόγελο. Προστέθηκε μια ουδετερότητα.
Και εσύ πίσω από το πάπλωμα κι εσύ πίσω από το μικρόφωνο και εσύ πίσω απ’ τις λέξεις.
Προστέθηκε αηδία στο δωμάτιο. Λάθος. Προστέθηκε κάτι άγνωστο στο δωμάτιο και αφαίρεσε την αηδία, σιωπή.
Προστέθηκες εσύ. Κι εσύ, κι εσύ, προστεθήκαμε όλοι εγώ.
Σιωπή.
Στην αρχή μου
σιωπη
Στην αρχη μου είναι το τέλος μου. Όταν λέω στην αρχή μου είναι το τέλος μου θέλω εσένα, ουρλιάζω πως θέλω εμένα, όταν λέω πως στην αρχή μου είναι το τέλος μου θέλω εσένα, ψιθυρίζω πως θέλω εμένα.
ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕΣ.Κι εσυ κι εσυ κι εσυ.
Θα σας αφαιρεσω να με μαθω, θα με αφαιρεσω στη Ζ.Π. δρόμος που με πρόσθεσε, δρόμος που προστέθηκα και μου δημιούργησα πρόβλημα. Και περασες κι εσυ. Προστέθηκες κι εσυ. Ενώ ανήκεις στις αφαιρέσεις. 
Προστέθηκε ένα όπλο.



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...