Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Έχω το φόβο της εγγύτητας

...Συνεχίζω να ξεφυλλίζω το βιβλίο και χαμογελώ, οι εικόνες του με οδηγούν σε άλλες σκέψεις, -τι μπορεί να συμβαίνει από κάτω μας τώρα, διασχίζουμε κόσμους και κόσμους, απ’ το σημείο που περνάμε μπορεί να γεννιώνται παιδιά, οι δρόμοι είναι γεμάτοι από ανθρώπους με τόσο διαφορετικούς προορισμούς, κάποιοι μπορεί να κοιτούν ψηλά ακούγοντας το θόρυβο απ’ το αεροπλάνο και να ονειρεύονται ταξίδια, ή να εικάζουν προς τα πού ταξιδεύουμε, το έκανα συχνά κι εγώ, κάποιοι άλλοι κάνουν έρωτα και κάποιοι αποχαιρετούν τη ζωή σ’ ένα νοσοκομείο ή στο δρόμο, κάπου μπορεί να γίνεται συμπλοκή φοιτητών με αστυνομικούς, ή κάπου αλλού δύο αστυνομικοί μπορεί να φιλιούνται στο στόμα πριν την επίθεση, μπορεί να γίνονται συναυλίες, εκθέσεις φωτογραφίας, μία εικαστική εγκατάσταση σ’ ένα παλιό εργοστάσιο, ένας γάμος, χιλιάδες γάμοι. Στον αέρα όλα αυτά χάνονται. Είσαι αναγκασμένος να συμβιβαστείς με κάτι άγνωστο, κενό, από ένα ύψος και πάνω, τίποτα απ’ τον κόσμο δε φαίνεται.
Κλείνω το βιβλίο. Νιώθω τις πατούσες μου παγωμένες, το κάθισμα άβολο, στενό, ξαναβάζω τα αρβυλάκια μου, βγάζω το πουλόβερ, ξαπλώνω όσο πιο αναπαυτικά μπορώ στην καρέκλα και βυθίζομαι για να δω.
Ο πατέρας μου στη θάλασσα, τα πόδια του έχουν γεμίσει φύκια, μιλάει, όλο μιλάει, ακατάπαυστα μιλάει, πάντα του άρεσε να λέει ιστορίες. Ψιχαλίζει, οι σταγόνες πιτσιλίζουν την επιφάνεια της θάλασσας και διαλύονται, χάνονται, νερό μέσα σε νερό, στοιχείο στο στοιχείο. Ο πατέρας στέκει ακίνητος μέσα στο νερό, του αρέσει η βροχή, έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, προσπαθεί να την προλάβει, να νιώσει τις σταγόνες προτού ακουμπήσουν την υγρή επιφάνεια της θάλασσας, και αφομοιωθούν. Εγώ είμαι στην ακτή, παιδάκι, προσπαθώ να τον ακούσω, θέλω να τον φτάσω αλλά φοβάμαι το νερό, ο φόβος της εγγύτητας. Σκαλίζω την άμμο, η βροχή δυναμώνει, ανοίγω το στόμα και οι σταγόνες γλιστρούν στον ουρανίσκο μου και τον γαργαλούν απαλά, αυτή η αίσθηση της δροσιάς, μια ακόμα ιστορία του νερού, η μαμά δεν υπάρχει, ούτε αδελφός, ο μπαμπάς περπατάει αργά και βουλιάζει, βουλιάζει, βουλιάζει λέγοντας ιστορίες μέχρι που χάνεται, μέχρι το τέλος.
Νιώθω τα μάτια μου να κλείνουν, με παίρνει ο ύπνος, στο αεροπλάνο, με τους διπλανούς μου τόσο κοντά μου, δεν ξέρω τι κάνουν οι διπλανοί, υποθέτω τα ίδια, δεν ξέρω που βρίσκονται οι αεροσυνοδοί, δεν ξέρω αν το μωρό εξακολουθεί να βρίσκεται τυλιγμένο στην μπλε κουβέρτα στην αγκαλιά μιας μάνας, δεν ξέρω αν βλέπει όνειρα, δεν ξέρω προς τα πού γέρνει ο αέρας, αν υπάρχουν κι άλλα σύννεφα, δεν ξέρω τι κάνουν οι άνθρωποι σε τέτοιες περιπτώσεις, τι θα ‘θελαν να κάνουν στον αέρα.

Θέλω να φτάσω Αυστραλία, να πιω ένα ζεστό καφέ και μετά βλέπουμε. 

/Σε αργή κίνηση/Κέδρος 
                                                               photo @ bitsika aggeliki

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...