Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Ψαλίδα καρφωμένη στο μυαλό



Η σημερινή μέρα είναι σίγουρα μια άλλη μέρα. Δε φτάνει η φράση που σαν ντόμινο χοροπηδά από στόμα σε στόμα τουλάχιστον κάποιοι το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό το ‘’ανοίγει η ψαλίδα’’ -πρέπει να το έχουμε και απτό. Η αρχή του τέλους. Καλωσήρθε(;) και στα ράφια μας, μπορώ και βλέπω το μακάβριο σκαλοπάτι, ένα πιο κάτω, ακόμα πιο κάτω. Το τελευταίο δε βλέπω και ανησυχώ πια τόσο. Το 'φόρεσα' το τοίχος στην πόλη αυτή και πολύ γουστάρω. Δεν πλανάται πάνω απ' το κεφάλι μας, είναι εδω κάτω, ανάμεσά μας. Το χτίζουν μέρα τη μέρα. Ντρέπομαι και λυπάμαι μαζί.  Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω κάτι, κάνω όμως ό,τι μπορώ τελικά.
Σε κάποιες παραλίες κάποιοι μιλάνε ακόμα για ρουμπίνια και μονόπετρα και πελάτες που πηγαινοέρχονται για να αγοράσουν ρούχα και να στείλουν το λογαριασμό στο σύζυγο. Καλό το βρίσκω. Με μεταφέρει σε μια άλλη εποχή, και τους ανθρώπους αυτούς δίχως να το θέλω τους βλέπω εξωγήινους. Δεν έκανα τη βουτιά μου εκείνο το μεσημέρι. Μαγεύτηκα από την κουβέντα εκείνων των γυναικών απροσδιορίστου ηλικίας, τόσο που αντί να χοροπηδήσω σαν κατσίκι στα βράχια που τόσο απαλά τα έγλυφε το παγωμένο νερό χοροπηδούσα στο τσιμέντο που είχα μπροστά μου, στις τσιμεντένιες πλάτες των γυναικών, με το τσιμεντένιο μυαλό και τις τσιμεντένιες λέξεις. Κι ενώ καθόμουν στο βράχο, έγινα υπερκινητική. Κρίμα για τη βουτιά που χάθηκε. Ευτυχία για τις γραμμές εδώ.
Χτες κοιμήθηκα σε μια φίλη, τρία στενά κάτω από μένα, στην ίδια γειτονιά δηλαδή με τα δικά της βράχια, του κόσμου τούτου. Στην είσοδο, ακουμπισμένο στο τζάμι της κλειδωμένης πόρτας, ένα τσουβάλι από δέρμα, ένα σώμα νεανικό, γερμένο, ελκυστικό, αδύνατο, εξείχε ένας καθρέφτης απ’ το χέρι της, στο άλλο ένα κραγιόν, έκανα το γύρω του σώματος, να δω το πρόσωπο, κάτι, κοιμόταν; Κρατούσα ένα μικρό σάκο με ρούχα και ένα λαπ-τοπ, την τσάντα μου και μια κιθάρα, της φίλης. Τα ακούμπησα κάτω και την πήρα τηλέφωνο να κατέβει να μου ανοίξει, έχουμε και τέτοια θέματα σε αυτή τη γειτονιά, ενώ τα σπίτια σφύζουν από παρέες που ανεβοκατεβαίνουν όλες τις ώρες, οι μένοντες σε αυτά έχουν ένα ακόμα βάρος, το ανεβοκατέβασμα για να κλειδώνουν και να ξεκλειδώνουν, όλες τις ώρες, η φίλη έρχεται από τον έκτο, πολύς χρόνος για να περιμένεις κάτω, σε σκοτάδι, σε τέτοιο δρόμο, με τόσα πράγματα, μπροστά από ένα σώμα που κοιμάται, ξεκουράζεται; έχει λιποθυμήσει, έχει πάρει κάτι;-άγνωστο αλλά ο νους πάει σε ένα πράγμα σε αυτή τη γειτονιά, εδώ σε δύο, ουρλιάζει το καθρεφτάκι, το κραγιόν. Το σκηνικό της ζωής έχει: μία κουλουριασμένη κοπέλα και ό,τι κρατά πάνω στην πόρτα, μία έξω απ’την πόρτα φορτωμένη με πράγματα ένα μουσικό όργανο και τον τρόμο στα μάτια για την κοπέλα που έχει μπροστά της, και άλλη μία που κατεβαίνει με μπουρνούζι και μια πετσέτα τυλιγμένη στο κεφάλι γιατί την έβγαλα απ’ το μπάνιο που κράτησε πιο πολύ απ ’όσο θα' πρεπε αφού ο θερμοσίφωνας είχε μόλις χαλάσει.  Η διαστροφή της δουλειάς ίσως(;) δε μπόρεσα να μην κάνω το συνειρμό και να ψιθυρίσω πως το έργο είναι εδώ, έτοιμο. Ποιός Ιονέσκο και ποιό θέατρο, σκέφτηκα. Εδώ, πάντα η ζωή, πάντα με τα ωραιότερα έργα. Ever. Μας το έχει αποδείξει άλλωστε πάρα πολλές φορές. Το κάνει ακόμα. 
 Κι όπως στεκόμαστε και οι τρεις εκεί έξω, βάζω άθελά μου και τις δυο γυναίκες της παραλίας, αυτές με την απροσδιόριστη ηλικία να περνούν από μπροστά μας με γόβες και κόκκινα νύχια να μιλούν με πάθος για μονόπετρα. Με πιάνει νευρικό γέλιο. Πιο πολύ με την εικόνα της φίλης με το μπουρνούζι  και την πετσέτα στο κεφάλι και ακόμα περισσότερο με το ύφος της, που μεταφέρεται μια σε εμένα και τα πράγματά μου και μια στην κοπέλα που είναι κουλουριασμένη στην πόρτα. Γνωρίζει, την έχει δει πολλές φορές στην πόρτα της. Τώρα τι κάνουμε; Άνοιξε σιγά σιγά της ψιθυρίζω έξω απ’το ο τζάμι με την ελπίδα πως θα διαβάσει τα χείλια μου και την ελπίδα πως δε θα ξυπνήσουμε την κοπέλα που βρίσκεται ανάμεσά μας. Πιάνουν και τα δύο. Η πόρτα ανοίγει σιγά σιγά αλλά η κοπέλα πέφτει με το κεφάλι, με απόλυτο έλεγχο, στο μάρμαρο, αφήνοντας ένα όοοοοου όοοοοουυυυυυ απίστευτο. Δεν κοίταξε καμιά μας. Φοβήθηκα με την πτώση. Το στήθος της ήταν έξω. Άνοιξε τα μάτια, σήκωσε το σώμα, και συνέχισε να βάζει κραγιόν κρατώντας σφιχτά το καθρεφτάκι. Η δικιά της κανονικότητα. Πέρασα μέσα και η πόρτα κλείδωσε ξανά. Στο ασανσέρ δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα μέχρι να φτάσουμε στον έκτο. Μου φάνηκε ένας αιώνας η ‘ανάβαση’ μέχρι της προσγείωση στο μικρό φιλόξενο διαμέρισμα της Ν.
Ποιός Ιονέσκο, της λέω, και η πόρτα κλείδωσε ξανά, με την εικόνα της ψαλίδας που συνέχεια ανοίγει, καρφωμένη στο κεφάλι μου.

photo: underwater_museum_statues_cancun_mexico5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...